Ηθελε να κοιμηθει.
Να απλωσουν ενα παραμυθι επανω της και τα βλεφαρα να σωπασουν.
Ποσες νυχτες εχασε; ποσες νυχτες και ανασες δικες τους; ποσα αγγιγματα εσπασαν στο πατωμα ,πεφτοντας απο το ονειρο της;
Ξυπολητη ματωσε τα ποδια της απο τα ραγισμενα ονειρα της..
Καθε πρωι, καθε πνοη, καθε στιγμη παλευε να ξυπνησει και να αποκοιμηθει για να τραυματισει κι αλλο τα γονατα της μηπως και πεταξει.
Φτερα ειχε μοναχα στα χερια.
Εγραφε και εσβηνε ολες τις λεπτομερειες ,τις λεξεις, τις σιωπες και τις σκιες στους τοιχους που ολο τις εμοιαζαν.
Ειπε, θα κοιμηθεις οταν θα σταματησεις να εξισωνεις την πραγματικοτητα με το ονειρο.
Μεγαλωσε επιτελους!
Δεν ηθελε να εξισωσει τιποτα, σκραπας ηταν παντοτε στα μαθηματικα και οσο για ονειρα ,μονο αυτο ηξερε να κανει τοσο καλα.
Ζουσε αλλες εποχες,παλευε με δρακους και υψωνε τειχη
, εσκιζε τον ουρανο και γεννουσε αστερια.
Γιατι να θελει καποιος να γειωθει;
κι ας πληγιαζουν τα ποδια.
πως θα πεταξουμε κυριε μου ;
γιατι θα πεταξουμε στο ορκιζομαι!
Leave a Reply