Αγορασε το σπιτι αυτο γιατι ηταν κοντα στην θαλασσα, την αγαπουσε την θαλασσα, της θυμιζε τον εαυτο της, αυτη η διπολικη διαταραχη του οπου φυσαει ο ανεμος ταιριαζε πολυ με τις διαθεσεις της.
Περνουσε αλλωστε τοσο χρονο στην βεραντα ενωνοντας το βλεμμα της με τον ουρανο , μια με την μητερα θαλασσα και ειχε παρατηρησει πως η διαθεση της ταιριαζε , οταν λοιπον η θαλασσα παλευε με τον βορια ,ηταν ανταριασμενη και εκεινη κι οταν η θαλασσα γαληνια ,ακινητη φανταζε καθρεφτιζε στα ματια της η γαληνη.
Το κοριτσι ειχε το ιδιωμα να μιλαει με τις σιωπες , εμενε πολλες ωρες στους τεσσερις τοιχους καθως χρονια πριν και μετα απο απειρες ωρες ταβανοθεραπειας και ψυχοθεραπειας της ειχε διαγνωστει , αγοραφοβια.
Η γειτονια ηταν πολυ υσηχη και οι γειτονες απομακροι, σπανια ανταλλαζε κουβεντες με τους ενοικους της πολυκατοικιας και ειχε αρκεστει στις τυπικες καλημερες και καληνυχτες ετσι ωστε να περιορισει το ενοχικο συνδρομο που την διακατεχε.
Ενοχες για ολα, της το ειχαν φυτεψει τοσο καλα στο μυαλουδακι της απο μικρη που για τα δεινα ολου του κοσμου ηταν σιγουρη πως ευθυνοταν κατα καποιο τροπο, για παραδειγμα την μερα που ο αγαπημενος της παππους εφυγε απτον ματαιο τουτο κοσμο , θυμηθηκε πως στις μπουκιες που η γιαγια με μαεστρια της εχωνε στο στομα και της βαφτιζε με ονοματα , τυπου μια για την μαμα, τον μπαμπα , την γιαγια και γκρινιαζοντας οταν εφτασε στον παππου το κρατησε μεσα της σαν καταρα που θα αποδυναμωνε τον παππου και θα τον εχανε για παντα.
Τα ειχε αφησει πισω της ολα αυτα μα σαν προληψη , φυτοζωουσαν ολα εκεινα μεσα της και η πρωτη σκεψη της ταυτιζοταν με οσα ειχε γαλουχηθει απο τοσο δα παιδακι.
Ενοχες και φοβιες ηταν ο αγαπημενος της συνδιασμος , α και η εγκαταλειψη.
Δεν γνωρισε ποτε τον πραγματικο της πατερα, εφυγε πριν ακουστει το πρωτο της κλαμμα και μεγαλωσε για χρονια με την αποριψη απο καθε αντρικο προτυπο.
Μεταξυ μας σε καθε αντρα που ερωτευοταν , ηθελε να βιωσει τον απολυτο ερωτα, την μοναδικη ενωση και απο τον υπερβολικο ζηλο της να φτιαξει μια ταινια ευρωπαικου τυπου γεματη απο ρομαντικες στιγμες , παθος και ερωτα κατεληγε στο δραμα.
Εφευγαν ολοι , οπως εφευγε και εκεινη ολο και πιο πολυ απο τον εαυτο της.
Ειχε γεμισει το σπιτι με αψυχες αναμνησεις , λιγο απο τα παιδικα της χρονια , λιγο απο ερωτες και ολιγη απο εκεινην, πολλα βιβλια και σημειωσεις ολογυρα.
Οταν το ειδε για πρωτη φορα παρατηρησε πως ο κατασκευαστης ειχε αρκεστει σε λιγο μπετον και ειχε επενδυσει σε τεραστια παραθυρα που ερωτοτροπουσαν με το φως που πλυμμηριζε τον χωρο.
Αυτο ηταν το σπιτι της, το ειχε νιωσει.
Απο την πρωτη μερα που εγκατασταθηκε παρατηρησε δυο πραγματα, απεναντι της ζουσε σε ενα γυαλινο σπιτι ενας ανθρωπος, ενας ανθρωπος μονος και ακριβως απο κατω σε ενα αλλο διαμερισμα που εμοιαζε να μην κατοικειται ,εξω στο μπαλκονι ζουσε ενας σκυλος, ενα πανεμορφο λαμπραντορ , σε ενα ξυλινο σπιτακι , μονος και αυτος, εγκαταλλελειμενος και πανεμορφος.
Eλλαδα 2013, οι μεταναστες νεοδουλοι πυροβολουνται γιατι ζητουν τα δεδουλευμενα τους, η ανοδο της χρυσης αυγης , λιτοτητα , μακροχρονια υφεση και συνεχως αυξανομενη ανεργια, θλιψη και αβεβαιοτητα.
Μια παρεα παιδιων περναει κατω απτο διαμερισμα της κρατωντας στα χερια τους από ένα τσιγκινο κουτακι μπυρας, είναι κοντα 16 χρονων και οι φωνες του φτανουν εως τα συννεφα, πιστευε πολύ στα παιδια ,τα λατρευε, τις ιδεες τους ,τις παρελασεις κατά του φασισμου ακομα και τις μουτζες που μας στολιζαν.
Ολοι φταιξαμε ,ολοι θα πληρωσουμε αρκει να υπηρχε τροπος να μην επηρεαστουν τα παιδια, ουτοπικο σκεφτηκε και το βλεμμα της επεσε στον μοναχικο ενοικο της απεναντι πολυκατοικιας.
Ηταν γυρω στα 30 με 35 ,ξερακιανος και δασυτριχος, σπανια φορουσε μπλουζα και περιφεροταν στο σπιτι φορωντας παντοφλες, ανοιχτος υπολογιστης μονιμα και τηλεοραση μαζι, παστρικος χωρος γεματος από απουσιες.
Δεν φαινοταν δυστυχισμενος, ισως λιγο σαστισμενος όπως γουρλωνε τα ματια του στην τηλεοραση, ένα ποτηρι κρασι και σχεδον κάθε μερα το ιδιο σκηνικο, φαγητο στο μικρο τραπεζακι μπροστα στην τηλεοραση και επειτα στον υπολογιστη γεμιζωντας ακομα ένα ποτηρι κρασι, μονος.
Τον εβλεπε να παραμιλαει να τρωει να φταρνιζεται και να χορευει σαν να μην τον εβλεπε κανεις, δεν υπηρχε ιχνος κουρτινας και παροτι ηταν σιγουρη πως την ειχε προσεξει να καθεται στο μπαλκονι μερα νυχτα την εκανε να αισθανεται το φαντασμα καποιου ριαλιτι.
Δεν διασταρωθηκαν ποτε τα βλεμματα τους.
Στο διαμερισμα ακριβως από κατω ο πανεμορφος σκυλος με το κεφαλι εξω από το ξυλινο σπιτακι του χαζευε τον ουρανο, για ηλιο ουτε λογος μιας και η μερια που ζουσε ηταν βορινη και ετσι στην σκια καποιου αφεντικου ,ζουσε μια τεραστια αναμονη.
Κάθε μερα πριν βουρτσισει τα δοντια της και χτενισει τα μαλλια της ετρεχε στο μπαλκονι να σφυριξει στον σκυλο, εκεινος γυριζε το βλεμμα του σχεδον αδιαφορα η κουρασμενα και εβγαζε ένα αποδυναμωμενο γαβγισμα σαν λοξυγγα.
Το αφεντικο του σχεδον δυο χρονια τωρα δεν το ειχε δει εκεινη παρα μονο δυο φορες όταν ανοιγε το παντζουρι και πετουσε κυριολεκτικα λιγο νερο και ξηρα τροφη, κοιταζοντας τον με αποστροφη προφανως η δυσωδια από τα ουρα και τις αφοδευσεις του σκυλου.
Ναι εκει εκανε τις αναγκες του.
Τον ειχε αγαπησει τον σκυλο, κατεστρωνε σχεδια για να τον απαγαγει και κανα δυο φορες προσπαθησε να βγαλει ακρη με την φιλοζωικη , μα από την στιγμη που καποιος τον ταιζε και του εβαζε νερο δεν ειχε δικαιωμα να κανει καταγγελια.
Σκεφτηκε ένα φιλικο της ζευγαρι που αγαπουσε πολύ , ζουσαν καταυτο τον τροπο, κοντα στα 25 χρονια μαζι εντελως αποκομμενοι ο ενας από τον άλλο , στο ιδιο σπιτι χωριζοντας τα δωματια σε υσηχαστηρια και απλα ανεχονταν ο ενας τον αλλον, το βαφτιζαν αγαπη.
Θυμηθηκε όταν την ειχαν καλεσει για φαγητο με ποση γλυκητητα και χαρα την υποδεχτηκαν ,η Κ της ειχε φτιαξει το αγαπημενο της σπανακορυζο και σαλατα με ροκα και σπαραγγια και της πασαρε το πιατο σαν να της προσφερε την ψυχη της σε αντιθεση με το πιατο του αντρα της που το πετουσε σαν το αφεντικο του φιλου σκυλου στην απεναντι πολυκατοικια.
Κανενα χαδι, πουθενα τρυφεροτητα .
Το απογευμα της 28ηςιουλιου επεφτε ημερα τεταρτη και εφτιαχνε τον καφε της, να ξορκισει τα νεα που μολις ειχε διαβασει στο ιντερνετ, δυο νεκροι νεοι από πυροβολισμο στην μικρη της πολη και στην βοστωνη δυο τσετσενοι 18 χρονοι εστελναν στον θανατο εξι ατομα και αρκετους τραυματιες που ετοιμαζονταν να τρεξουν σε καποιον μαραθωνιο.
Πικρα και αηδια για τον κοσμο ετουτο τον ξεπλυνε με ελληνικο καφε βαρυ γλυκο που τον συνοδευε με nick cave και το τραγουδι του κεραυνοι, αφιερωμα στην ελλαδα
Ο Δίας γελάει, είναι από τα δακρυγόνα, με ρωτάει πώς είμαι, του λέω Δία μη ρωτάς»… «Οι κεραυνοί μου είναι χαρά που μου έδωσε ο Δίας, και στο λίκνο της Δημοκρατίας ακόμα και τα περιστέρια φοράνε αντιασφυξιογόνες μάσκες»
Και συνεχιζε .
: «Στην Αθήνα η νεολαία κλαίει από τα δακρυγόνα, αλλά εγώ μαυρίζω στην πισίνα του ξενοδοχείου μου»… «Οι άνθρωποι δεν επιστρέφουν, τους βλέπω τα βράδια να κοιμούνται και κλαίνε ακατάπαυστα, όχι από τα δακρυγόνα… αλλά γιατί είμαστε χαμένοι πια…»
Ηταν ολοτελα χαμενη εκεινη όπως και ο σκυλος και ο μοναχικος, παραξενος ενοικος.Βγηκε στο μπαλκονι , το ποτηρι με τον καφε γλιστρυσε απτα χερια της και χυθηκε επανω στο καταλευκο φορεμα της ,κανωντας την να μοιαζει με σταρλετα βουβου ασπρομαυρου κινηματογραφου .Ο μοναχικος ενοικος , εσπαζε το ρεκορ της μοναξιας του των τελευταιων δυο χρονων φερνωντας συντροφια στο σπιτ, μια κοπελα που από μακρια εμοιαζε με μαριονετα, θαρρεις και αορατες κλωστες κινουσαν τα χερια και τα ποδια της, με λεπτες κινησεις και προσεκτικες ματιες γλυστρουσε στον χωρο. Φορουσε ένα τζην πετροπλυμμενο και ένα τι σερτ που εγραφε κατι επανω του με μικρα μικρα γραμματακια, καθισμενη στον καναπε σαν από χρονια εβλεπε μαζι του τηλεοραση, λιγο αργοτερα δυο ποτηρια κρασι , φαγητο και υπολογιστη,σουρουπωνε και βγηκαν στον μπαλκονι, κανενα αγγιγμα ,καμμια οικειοτητα και ο ερωτας απανταχου απων, Δυο πλαστικες καρεκλες στοιχισμενες η μια διπλα στην άλλη και δυο σωματα σαν γλαστρες, σχεδον αψυχα να κοιταζουν το απειρο, κανενα χαδι μητε ερωτας. Λιγο αργοτερα , αμιλητοι μαζεψαν τις καρεκλες και ξαπλωσαν σε ένα τεραστιο κρεββατι, τηλεοραση και τα φωτα σβηνουν. Το κοριτσι με το καφε βαρυ γλυκο φουστανι της χαμογελουσε αμυδρα , ενιωθε μια ελαφρια αγαλιασση γνωριζοντας πως το αγορι εκεινο αποψε δεν θα κοιμοταν μονο.
Σφυριξε στον σκυλο ,του εστειλε δυο τρια γλυκολογα και αποκοιμηθηκε στην αιωρα. Την ξυπνησε το γαβγισμα του σκυλου κοντα στο ξημερωμα που αλυχταγε σαν λαβωμενο, εξαντλημενο από την μοναξια και τον εγκλεισμο, το κοριτσι αρχεσε να κλαιει με λυγμους και αποφασισε να χτυπησει την πορτα του τερατος που ειχε κατακρεουργησει το αμοιρο πλασμα, ηταν αποφασισμενη να το παρει από εκει όπως και να ειχε .Κατεβηκε δυο δυο τα σκαλια και περασε τον δρομο, αψηφωντας τα αυτοκινητα ,αγριεμενη και με υφος τρελλου κατευθηνθηκε στην πορτα του, χτυπησε με μανια το κουδουνι, μα απαντηση καμμια, χτυπησε ξαναχτυπησε μα κανεις..μοναχα η κραυγη του σκυλου.
Γυρισε αποκαμωμενη και βαρια στο κρεββατι της, φορεσε ακουστικα και μια ξεχασμενη playlist πηρε τον ρολο του εξομολογητη καθως ακατασχετες λεξεις εβγαιναν από το στομα της, δακρυα που κατεληγαν σε ουρλιαχτα που εκανα συμφωνια με το γαβγισμα του σκυλου. Το επομενο πρωι ξενυχτησμενη και με μια θλιψη που τσακιζε κοκκαλα, κατευθυνθηκε στο μπαλκονι,
Το κοριτσι-μαριονεττα στο απεναντι σπιτι ειχε φυγει στην μεση της νυχτας για παντα και το μοναχικο αγορι ειχε κατεβει στο διαμερισμα του σκυλου αμεσως μετα την πληρωμη της.Αφου σφαγιασε τον βασανιστη του σκυλου , όπως ακριβως ειχε δει να το κανουν στην αγαπημενη του τηλεοραση, πηρε μαζι του τον σκυλο στο διαμερισμα του,προσφερωντας του ένα τεραστιο μπωλ γαλα λυτρωνοντας τον με απειρα χαδια..
Αλλωστε ο ανθρωπος είναι ο πιο πιστος φιλος του σκυλου
η το αντιθετο?
Leave a Reply