Πρόσωπα ατσαλάκωτα, αρυτίδιαστα.
Πρόσωπα χωρις παρελθόν, έλεγες.
Πρόσωπα ακίνητα, βουβά.
Κι έπειτα εκείνο το λερωμένο προσωπάκι με αίμα και χώμα, ακίνητο στο κόκκινο κάθισμα.
Ο χρόνος σταματά, τα πρόσωπα ξεθωριάζουν και χάνονται.
Δεν θέλει να βλέπει ούτε να νιώθει.
Τρόμος.
Κι αυτό κοιμήθηκε στα μάτια του.
Το παιδί είδε.
Το παιδί βίωσε.
Το παιδί αναπνέει ακόμη
Κι εσύ μιλάς για πίστη. Για θρησκεία.
Για κοινοκτημοσύνη.
Για λαθραίους ανθρώπους.
Και τα πρόσωπα χωρις παρελθόν σε ασπάζονται.
Και το παιδί στέκεται βουβό.
Το παιδί ματώνει.
Κι εσυ στραφταλίζεις τα χρυσά σου στο χαζόκουτο και οι «άνθρωποι» μυγοχάφτουν κάθε σου λέξη.
Το παιδί βουβό.
Το παιδί.
Leave a Reply